Θάσος

Θάσος
η о-в Тасос

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Θάσος" в других словарях:

  • Θάσος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάσος — Sp Tãsas Ap Θάσος/Thasos L s. Egėjo j. ir mst. joje, ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • Θάσω — Θάσος masc nom/voc/acc dual Θάσος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαγής, Πολύγνωτος — (Θάσος 1894 – 1967). Γλύπτης. Το 1910 εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ και παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής στο ινστιτούτο Κούπερ Γιούνιον. Με την πρώτη του έκθεση το 1921 στη Νέα Υόρκη, επιβλήθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες της εποχής του.… …   Dictionary of Greek

  • Θευγένης — (Θάσος 500; π.Χ. – ;). Αθλητής. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του τον είχε αποκτήσει με τον Θάσιο Ηρακλή, ο οποίος είχε πάρει τη μορφή του ιερέα Τιμόξενου, γεγονός με το οποίο οι σύγχρονοί του εξηγούσαν την εκπληκτική δύναμή του και, γενικά,… …   Dictionary of Greek

  • Θάσοιο — Θάσος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάσον — Θάσος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάσου — Θάσος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάσων — Θάσος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάσῳ — Θάσος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»